- ροκοκό
- Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος ρ. προήλθε από τη λέξη rocaille, που τον 18o αι. σήμαινε μοτίβα εμπνευσμένα από κοχύλια ή βράχους και χρησιμοποιήθηκε πρώτα με έννοια περιφρονητική. Μόνο στο τέλος του 19ου αι. απέκτησε τη σημασία του συγκεκριμένου στιλ.
Δεν είναι ορθό να περιορίζεται το ρ. μόνο στη διακόσμηση, παρ’ όλο που της έδωσε νέα πνοή και την έκαμε πιο λεπτή και ευχάριστη, με τη χρήση φυσικών διακοσμητικών στοιχείων, όπως τα άνθη και τα φύλλα. Αν και είχε εφαρμοστεί στην αρχιτεκτονική, στη ζωγραφική και στη γλυπτική, δεν θεωρήθηκε συνήθως κατάλληλο για ορισμένα κτίρια, δημόσια ή θρησκευτικά.
Αντίθετα, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό είχε μεγάλη διάδοση στη διακόσμηση των ιδιωτικών κατοικιών, ιδιαίτερα των εσωτερικών χώρων και συνέβαλε στη δημιουργία νέων σχέσεων μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής διακόσμησης. Η διάδοση του ρ. στη διακοσμητική διευκολύνθηκε από τη μεγάλη κυκλοφορία των χαρακτικών έργων με διάφορα κοσμήματα (πολύ γνωστά ήταν τα χαρακτικά του Μεσονιέ) που δημιουργούνταν στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις και ενέπνεαν τους τεχνίτες όλων των χωρών. Αυτό έδωσε βέβαια ενότητα στη διακοσμητική και στις σχετικές αντιλήψεις, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε και ένα χάσμα μεταξύ αρχιτεκτονικής και στολισμού, αφού συχνά το κόσμημα απλώς ήταν τοποθετημένο επάνω σε έναν οποιοδήποτε τοίχο, χωρίς να έχει οργανική σχέση μαζί του.
Στην αρχιτεκτονική το ρ. προτιμά από την κίνηση των όγκων και των μαζών τη λεπτή κίνηση των γραμμών. Οι λείες επιφάνειες ζωντανεύουν με λεπτά ανάγλυφα χωρίσματα, που πλαισιώνουν συχνά πίνακες ή καθρέφτες. Η σημασία που δίνει το ρ. στο καθαρό φως και όχι στις φωτοσκιάσεις οδηγεί στην προτίμηση για τους λεπτούς αλλά φωτεινούς τόνους παστέλ, για τα γυαλιστερά υλικά (εκτός από τα μέταλλα και τις πολύτιμες πέτρες, για λάκκες, καθρέφτες, μετάξια κ.ά.) που αντανακλούν το φως.
Επαναστατικό χαρακτηριστικό του είναι ότι ανέδειξε σε όλους τους τομείς τα είδη που θεωρούνταν δευτερεύοντα. Έτσι η επιπλοποιία αποκτά αξία λεπτής τέχνης και στη ζωγραφική το σχεδίασμα γίνεται αυτόνομη καλλιτεχνική μορφή. Το παστέλ αντιπροσωπεύεται από καλλιτέχνες όπως ο Γάλλος Μορίς Καντέν ντε λα Τουρ και η Βενετσιάνα Ροζάλμπα Καριέρα, που δημιουργούν προσωπογραφίες με αξιόλογη ψυχολογική διείσδυση. Τέλος, το σκίτσο και το καπρίτσιο βρίσκουν τη φυσική τους έκφραση στην αίσθηση του αβέβαιου και του παράξενου, που χαρακτηρίζει το ρ. Την εποχή αυτή χρησιμοποιείται για πρώτη φορά και η πορσελάνη.
Το ρ. διαδόθηκε από τη Γαλλία σε όλη την Ευρώπη. Σε ορισμένες χώρες αναπτύχθηκε όμως και τοπική τέχνη, ανεξάρτητη από την άμεση γαλλική επίδραση, με μορφές πάντως όχι απομακρυσμένες από το ρ., όπως ο νεογοτθικός ρυθμός στην Αγγλία και το στιλ πλατερέσκο στην Ισπανία. Στη Γαλλία το καθαυτό ρ. αναπτύχθηκε από το 1730 έως το 1745· πολλά στοιχεία του βρίσκονται στην προηγούμενη περίοδο της αντιβασιλείας, έτσι ώστε πολλοί συμπεριλαμβάνουν αυτή την εποχή στο ροκοκό.
Κυριότεροι καλλιτέχνες και έργα ρ. είναι: στη Γαλλία ο Ζιστέν Oρέλ Μεσονιέ (1695-1750), ο Νικολά Πινό (1684-1754) που διέδωσε το νέο στιλ στη Ρωσία, όπου παρέμεινε από το 1716 έως το 1726 και κατασκεύασε τον περίφημο προθάλαμο του μεγάρου Ματινιόν (1731). Σε στιλ ρ. είναι επίσης διακοσμημένο το ωοειδές σαλόνι του μεγάρου Σουμπίς του Ζερμέν Μποφράν (1667-1754). Ο πλησιέστερος ζωγράφος στο ρ. ήταν ο Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770) που κατασκεύασε και πολλά προσχέδια για χαλιά. Στην Ιταλία οι αντιπροσωπευτικότεροι αρχιτέκτονες ήταν ο Γιουβάρα και ο Μπερνάρντο Βιτόνε στο Πιεμόντε και o Γκαμπριέλε Βαλβασόρι στη Ρώμη. Στην Αυστρία και στη Γερμανία, αν και σε πολλούς πύργους επικρατεί ακόμα το επιβλητικό μπαρόκ, στα εσωτερικά επιζητείται το ροκοκό. Ένα ιδιόμορφο ρ. αναπτύχθηκε στη Βαυαρία από τον Φρανσουά ντε Κιβιλιέ (1695-1768), τα γνωστότερα έργα του οποίου είναι το σαλόνι των ανακτόρων του Μονάχου (1737) και το Αμαλίεμπουργκ. Στη Βαυαρία ακόμα επικράτησε μια γλυπτική και μια θρησκευτική αρχιτεκτονική ροκοκό. Χαρακτηριστικές εκκλησίες ρ. είναι του Σταϊνχάουζεν (1727-33) και του Βις στην Άνω Βαυαρία (1746-54), έργα του Ντομίνικους Τσίμερμαν (1685-1766).
Το ροκοκό εγκαινίασε μια νέα διακοσμητική αντίληψη, χαρακτηριστική για την κομψότητα και τη λεπτή ελαφρότητα της, που διαδόθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με όλες τις μορφές της τέχνης. Εσωτερικό του σαλονιού του μεγάρου Σουμπίς (Παρίσι), έργο του Ζερμαίν Μποφράν.
Κηροπήγιο, έργο του Ντυβιβιέ (Παρίσι, Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών).
* * *το, Νάκλ.1. ρυθμός στις διακοσμητικές τέχνες, στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική, ο οποίος αναπτύχθηκε στο Παρίσι κατά τις αρχές τού 18ου αιώνα και υιοθετήθηκε γρήγορα σε ολόκληρη τη Γαλλία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ευρώπη και που χαρακτηρίζεται από ελαφράδα, λεπτότητα, χάρη, κομψότητα και υπερβολική χρήση καμπυλών και φυσικών μορφών2. μουσ. ελαφρό, κομψό, πολυποίκιλο και περίτεχνο ύφος μουσικής κατά την περίοδο 1740-17703. μτφ. είδος ή αντικείμενο εξεζητημένου και ξεπερασμένου ρυθμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ rococo < rocaille «σωρός πέτρες, βράχοι»].
Dictionary of Greek. 2013.